- αἱρετικούς
- αἱρετικόςable to choosemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Καϊνίτες — Μέλη θρησκευτικής αίρεσης του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. Τιμούσαν τον Κάιν και όλους όσοι θεωρούνταν ασεβείς στην Παλαιά Διαθήκη καθώς επίσης τον Ιούδα τον Ισκαριώτη της Καινής Διαθήκης. Οι Κ. πίστευαν ότι ο Κάιν ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… … Dictionary of Greek
ετεροφρονώ — (Μ ἑτεροφρονῶ, έω) (ιδίως για αιρετικούς) έχω διαφορετικό ή αντίθετο φρόνημα, έχω διαφορετική γνώμη, διχογνωμώ, ετερογνωμώ, διίσταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φρονώ] … Dictionary of Greek
ζώσιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Αλέξανδρος. 2. Ζ. ο μάρτυς, ο μοναχός. Καταγόταν από την Κιλικία και μαρτύρησε επί Δομιτιανού (51 96). Μπόρεσε όμως να σωθεί και κατέφυγε στα βουνά, μαζί με τον Αθανάσιο τον… … Dictionary of Greek
θυμελής — θυμελής, ές (Μ) [θυμέλη] (για τους αιρετικούς) θεατρικός, πομπώδης … Dictionary of Greek
καλοφροσύνη — καλοφροσύνη, ἡ (Μ) [καλόφρων] (ειρων. για τους αιρετικούς) ορθοφροσύνη, δικαιοφροσύνη, ορθή κρίση … Dictionary of Greek
καταφληναφώ — καταφληναφῶ, έω (Α) (για τους αιρετικούς) λέγω ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φληναφώ «φλυαρώ, λέω ανοησίες»] … Dictionary of Greek